- αζάνω
- ἀζάνω (Α) [ἄζω]ξεραίνω, μαραίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀζάνεται — ἀζάνω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζάνων — ἀζάνω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζάνου — ἀ̱ζάνου , ἀζάνω imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἀζάνω pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἀζάνω imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζω — (I) ἄζω (Α) αποξηραίνω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *azd «ξηραίνω, φρύγω, στεγνώνω, από όπου *azd yo < ἄζω, με φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος dy σε ζ. ΠΑΡ. αρχ. ἀζαίνω, ἀζαλέος, ἀζάνω, ἄζα*]. (II) ἄζω (Α) 1. φωνάζω α, στενάζω, θρηνώ 2.… … Dictionary of Greek
αζαλέος — ἀζαλέος, α, ον (Α) 1. αποξηραμένος, ξερός, άνυδρος 2. ο χωρίς ακμή, μαραμένος μτφ. τραχύς, άτεγκτος, σκληρός 3. αυτός που ξεραίνει ή μαραίνει, καυτός, ζεματιστός, δριμύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄζω το επίθημα l τού ἀζαλέος οφείλεται πιθανώς σε επίδραση… … Dictionary of Greek